Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρυοπώλης
θρυοπώλιον
θρυοτίλλω
θρυπτέον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
View word page
θρώσκω
spring, leap up

ShortDef

spring, leap up

Debugging

Headword:
θρώσκω
Headword (normalized):
θρώσκω
Headword (normalized/stripped):
θρωσκω
IDX:
41653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41654
Key:

Data

{'content': 'spring, leap up'}