Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θρύον
θρυοπώλης
θρυοπώλιον
θρυοτίλλω
θρυπτέον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
View word page
θρῶσις
cord, line

ShortDef

cord, line

Debugging

Headword:
θρῶσις
Headword (normalized):
θρῶσις
Headword (normalized/stripped):
θρωσις
IDX:
41652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41653
Key:

Data

{'content': 'cord, line'}