Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρύμμα
θρυμματίς
θρυόεις
Θρυόεσσα
θρυοκοπέω
θρυοκοπία
θρύον
Θρύον
θρυοπώλης
θρυοπώλιον
θρυοτίλλω
θρυπτέον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
View word page
θρυοτίλλω
pluck rushes

ShortDef

pluck rushes

Debugging

Headword:
θρυοτίλλω
Headword (normalized):
θρυοτίλλω
Headword (normalized/stripped):
θρυοτιλλω
IDX:
41645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41646
Key:

Data

{'content': 'pluck rushes'}