Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρυλητός
θρύλιγμα
θρυλιγμός
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρυμματίς
θρυόεις
Θρυόεσσα
θρυοκοπέω
θρυοκοπία
θρύον
Θρύον
θρυοπώλης
θρυοπώλιον
θρυοτίλλω
θρυπτέον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
View word page
θρυοκοπέω
cut rushes
ShortDef
cut rushes
Debugging
Headword:
θρυοκοπέω
Headword (normalized):
θρυοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
θρυοκοπεω
IDX:
41639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41640
Key:
Data
{'content': 'cut rushes'}