Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρύλημα
θρυλητής
θρυλητός
θρύλιγμα
θρυλιγμός
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρυμματίς
θρυόεις
Θρυόεσσα
θρυοκοπέω
θρυοκοπία
θρύον
Θρύον
θρυοπώλης
θρυοπώλιον
θρυοτίλλω
θρυπτέον
θρυπτικός
View word page
θρυόεις
rushy

ShortDef

rushy

Debugging

Headword:
θρυόεις
Headword (normalized):
θρυόεις
Headword (normalized/stripped):
θρυοεις
IDX:
41637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41638
Key:

Data

{'content': 'rushy'}