Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρυλέω
θρύλημα
θρυλητής
θρυλητός
θρύλιγμα
θρυλιγμός
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρυμματίς
θρυόεις
Θρυόεσσα
θρυοκοπέω
θρυοκοπία
θρύον
Θρύον
θρυοπώλης
θρυοπώλιον
θρυοτίλλω
θρυπτέον
View word page
θρυμματίς
a sort of cake
ShortDef
a sort of cake
Debugging
Headword:
θρυμματίς
Headword (normalized):
θρυμματίς
Headword (normalized/stripped):
θρυμματις
IDX:
41636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41637
Key:
Data
{'content': 'a sort of cake'}