Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρυγονάω
θρύϊνος
θρυῖτις
θρυλέω
θρύλημα
θρυλητής
θρυλητός
θρύλιγμα
θρυλιγμός
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρυμματίς
θρυόεις
Θρυόεσσα
θρυοκοπέω
θρυοκοπία
θρύον
Θρύον
θρυοπώλης
View word page
θρυλίσσω
to crush, shiver, smash

ShortDef

to crush, shiver, smash

Debugging

Headword:
θρυλίσσω
Headword (normalized):
θρυλίσσω
Headword (normalized/stripped):
θρυλισσω
IDX:
41633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41634
Key:

Data

{'content': 'to crush, shiver, smash'}