Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρόος
θρυαλλίς
θρύαλλον
θρυγονάω
θρύϊνος
θρυῖτις
θρυλέω
θρύλημα
θρυλητής
θρυλητός
θρύλιγμα
θρυλιγμός
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρυμματίς
θρυόεις
Θρυόεσσα
θρυοκοπέω
θρυοκοπία
View word page
θρύλιγμα
fragment
ShortDef
fragment
Debugging
Headword:
θρύλιγμα
Headword (normalized):
θρύλιγμα
Headword (normalized/stripped):
θρυλιγμα
IDX:
41630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41631
Key:
Data
{'content': 'fragment'}