Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίς
θρύαλλον
θρυγονάω
θρύϊνος
θρυῖτις
θρυλέω
θρύλημα
θρυλητής
θρυλητός
θρύλιγμα
θρυλιγμός
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρυμματίς
θρυόεις
Θρυόεσσα
θρυοκοπέω
View word page
θρυλητός
generally talked of

ShortDef

generally talked of

Debugging

Headword:
θρυλητός
Headword (normalized):
θρυλητός
Headword (normalized/stripped):
θρυλητος
IDX:
41629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41630
Key:

Data

{'content': 'generally talked of'}