Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θρόνιον
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
Θρόνοι
θρόνον
θρονοποιός
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίς
θρύαλλον
θρυγονάω
θρύϊνος
θρυῖτις
θρυλέω
θρύλημα
θρυλητής
θρυλητός
θρύλιγμα
θρυλιγμός
View word page
θρυαλλίς
plantain, a plant used for making wicks; a wick

ShortDef

plantain, a plant used for making wicks; a wick

Debugging

Headword:
θρυαλλίς
Headword (normalized):
θρυαλλίς
Headword (normalized/stripped):
θρυαλλις
IDX:
41621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41622
Key:

Data

{'content': 'plantain, a plant used for making wicks; a wick'}