Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
Θρόνιον
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
Θρόνοι
θρόνον
θρονοποιός
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίς
θρύαλλον
θρυγονάω
θρύϊνος
θρυῖτις
θρυλέω
θρύλημα
θρυλητής
View word page
θρόνος
a seat, chair
ShortDef
a seat, chair
Debugging
Headword:
θρόνος
Headword (normalized):
θρόνος
Headword (normalized/stripped):
θρονος
IDX:
41618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41619
Key:
Data
{'content': 'a seat, chair'}