Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρίψ
θροέω
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
Θρόνιον
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
Θρόνοι
θρόνον
θρονοποιός
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
View word page
θρονίζομαι
to be enthroned
ShortDef
to be enthroned
Debugging
Headword:
θρονίζομαι
Headword (normalized):
θρονίζομαι
Headword (normalized/stripped):
θρονιζομαι
IDX:
41610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41611
Key:
Data
{'content': 'to be enthroned'}