Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θριποφάγος
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρίψ
θροέω
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
Θρόνιον
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
Θρόνοι
θρόνον
θρονοποιός
θρόνος
θρόνωσις
View word page
θρόμβωσις
becoming curdled

ShortDef

becoming curdled

Debugging

Headword:
θρόμβωσις
Headword (normalized):
θρόμβωσις
Headword (normalized/stripped):
θρομβωσις
IDX:
41609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41610
Key:

Data

{'content': 'becoming curdled'}