Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλυσηδόν
ἁλυσίδετος
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
ἄλυσις
ἀλυσιτέλεια
ἀλυσιτελής
ἀλυσκάζω
ἀλύσκω
ἀλυσμός
ἀλυσμώδης
ἄλυσσον
ἄλυσσος
ἀλύσσω
ἀλυταρχέω
ἀλυτάρχης
ἀλυταρχία
ἀλύτης
ἀλυτίς
ἄλυτος
ἄλυτρον
View word page
ἀλυσμώδης
uneasy, troubled

ShortDef

uneasy, troubled

Debugging

Headword:
ἀλυσμώδης
Headword (normalized):
ἀλυσμώδης
Headword (normalized/stripped):
αλυσμωδης
IDX:
4160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4161
Key:

Data

{'content': 'uneasy, troubled'}