Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρῖον
θριπήδεστος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρίψ
θροέω
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
Θρόνιον
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
Θρόνοι
θρόνον
θρονοποιός
View word page
θρόμβος
a lump, piece
ShortDef
a lump, piece
Debugging
Headword:
θρόμβος
Headword (normalized):
θρόμβος
Headword (normalized/stripped):
θρομβος
IDX:
41607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41608
Key:
Data
{'content': 'a lump, piece'}