Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θριοβόλος
θρῖον
θριπήδεστος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρίψ
θροέω
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
Θρόνιον
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
Θρόνοι
θρόνον
View word page
θρομβόομαι
to become clotted, curdled
ShortDef
to become clotted, curdled
Debugging
Headword:
θρομβόομαι
Headword (normalized):
θρομβόομαι
Headword (normalized/stripped):
θρομβοομαι
IDX:
41606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41607
Key:
Data
{'content': 'to become clotted, curdled'}