Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρῖναξ
θρίξ
θριοβόλος
θρῖον
θριπήδεστος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρίψ
θροέω
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
Θρόνιον
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
View word page
θροέω
to cry aloud
ShortDef
to cry aloud
Debugging
Headword:
θροέω
Headword (normalized):
θροέω
Headword (normalized/stripped):
θροεω
IDX:
41604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41605
Key:
Data
{'content': 'to cry aloud'}