Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θρινακίη
θρῖναξ
θρίξ
θριοβόλος
θρῖον
θριπήδεστος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρίψ
θροέω
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
Θρόνιον
θρονισμός
θρονιστής
View word page
θρίψ
a wood-worm

ShortDef

a wood-worm

Debugging

Headword:
θρίψ
Headword (normalized):
θρίψ
Headword (normalized/stripped):
θριψ
IDX:
41603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41604
Key:

Data

{'content': 'a wood-worm'}