Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλυς
ἁλυσηδόν
ἁλυσίδετος
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
ἄλυσις
ἀλυσιτέλεια
ἀλυσιτελής
ἀλυσκάζω
ἀλύσκω
ἀλυσμός
ἀλυσμώδης
ἄλυσσον
ἄλυσσος
ἀλύσσω
ἀλυταρχέω
ἀλυτάρχης
ἀλυταρχία
ἀλύτης
ἀλυτίς
ἄλυτος
View word page
ἀλυσμός
anguish, disquiet:

ShortDef

anguish, disquiet:

Debugging

Headword:
ἀλυσμός
Headword (normalized):
ἀλυσμός
Headword (normalized/stripped):
αλυσμος
IDX:
4159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4160
Key:

Data

{'content': 'anguish, disquiet:'}