Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θριδακηΐς
θριδακίνη
θριδάκινος
θριδακώδης
θρίδαξ
Θρινακίη
θρῖναξ
θρίξ
θριοβόλος
θρῖον
θριπήδεστος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρίψ
θροέω
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
View word page
θριπήδεστος
worm-eaten
ShortDef
worm-eaten
Debugging
Headword:
θριπήδεστος
Headword (normalized):
θριπήδεστος
Headword (normalized/stripped):
θριπηδεστος
IDX:
41598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41599
Key:
Data
{'content': 'worm-eaten'}