Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
θρίγκωμα
θριδακηΐς
θριδακίνη
θριδάκινος
θριδακώδης
θρίδαξ
Θρινακίη
θρῖναξ
θρίξ
θριοβόλος
θρῖον
θριπήδεστος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρίψ
θροέω
View word page
θρῖναξ
a trident

ShortDef

a trident

Debugging

Headword:
θρῖναξ
Headword (normalized):
θρῖναξ
Headword (normalized/stripped):
θριναξ
IDX:
41594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41595
Key:

Data

{'content': 'a trident'}