Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θριαστής
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
θρίγκωμα
θριδακηΐς
θριδακίνη
θριδάκινος
θριδακώδης
θρίδαξ
Θρινακίη
θρῖναξ
θρίξ
θριοβόλος
θρῖον
θριπήδεστος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσσα
θρισσέμπορος
View word page
θρίδαξ
lettuce
ShortDef
lettuce
Debugging
Headword:
θρίδαξ
Headword (normalized):
θρίδαξ
Headword (normalized/stripped):
θριδαξ
IDX:
41592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41593
Key:
Data
{'content': 'lettuce'}