Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
θρίγκωμα
θριδακηΐς
View word page
θριαμβεύω
to triumph

ShortDef

to triumph

Debugging

Headword:
θριαμβεύω
Headword (normalized):
θριαμβεύω
Headword (normalized/stripped):
θριαμβευω
IDX:
41578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41579
Key:

Data

{'content': 'to triumph'}