Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
View word page
θριαμβευτής
one who enjoys a triumph

ShortDef

one who enjoys a triumph

Debugging

Headword:
θριαμβευτής
Headword (normalized):
θριαμβευτής
Headword (normalized/stripped):
θριαμβευτης
IDX:
41576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41577
Key:

Data

{'content': 'one who enjoys a triumph'}