Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
θριγκίον
θριγκός
View word page
θριάζω
to be rapt, possessed

ShortDef

to be rapt, possessed

Debugging

Headword:
θριάζω
Headword (normalized):
θριάζω
Headword (normalized/stripped):
θριαζω
IDX:
41574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41575
Key:

Data

{'content': 'to be rapt, possessed'}