Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
View word page
θρῆσκος
religious

ShortDef

religious

Debugging

Headword:
θρῆσκος
Headword (normalized):
θρῆσκος
Headword (normalized/stripped):
θρησκος
IDX:
41572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41573
Key:

Data

{'content': 'religious'}