Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
View word page
θρησκεύω
to hold religious observances, observe religiously
ShortDef
to hold religious observances, observe religiously
Debugging
Headword:
θρησκεύω
Headword (normalized):
θρησκεύω
Headword (normalized/stripped):
θρησκευω
IDX:
41570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41571
Key:
Data
{'content': 'to hold religious observances, observe religiously'}