Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
Θρῖα
θριάζω
θριαί
View word page
θρηνῳδός
one who sings a dirge

ShortDef

one who sings a dirge

Debugging

Headword:
θρηνῳδός
Headword (normalized):
θρηνῳδός
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδος
IDX:
41565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41566
Key:

Data

{'content': 'one who sings a dirge'}