Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρηνητικός
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
Θρῖα
θριάζω
View word page
θρηνῳδικός
appropriate to a dirge

ShortDef

appropriate to a dirge

Debugging

Headword:
θρηνῳδικός
Headword (normalized):
θρηνῳδικός
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδικος
IDX:
41564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41565
Key:

Data

{'content': 'appropriate to a dirge'}