Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρηνητήρ
θρηνητικός
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
Θρῖα
View word page
θρηνῳδία
lamentation

ShortDef

lamentation

Debugging

Headword:
θρηνῳδία
Headword (normalized):
θρηνῳδία
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδια
IDX:
41563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41564
Key:

Data

{'content': 'lamentation'}