Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητικός
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
View word page
θρηνώδης
like a dirge, fit for a dirge

ShortDef

like a dirge, fit for a dirge

Debugging

Headword:
θρηνώδης
Headword (normalized):
θρηνώδης
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδης
IDX:
41562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41563
Key:

Data

{'content': 'like a dirge, fit for a dirge'}