Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητικός
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
View word page
θρηνῳδέω
to sing a dirge over

ShortDef

to sing a dirge over

Debugging

Headword:
θρηνῳδέω
Headword (normalized):
θρηνῳδέω
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδεω
IDX:
41560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41561
Key:

Data

{'content': 'to sing a dirge over'}