Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητικός
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτήριον
θρησκευτής
View word page
θρῆνυς
a footstool

ShortDef

a footstool

Debugging

Headword:
θρῆνυς
Headword (normalized):
θρῆνυς
Headword (normalized/stripped):
θρηνυς
IDX:
41559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41560
Key:

Data

{'content': 'a footstool'}