Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θρῆιξ
Θρῄκη
θρήνερως
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητικός
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρησκεία
View word page
θρηνολογέω
bewail

ShortDef

bewail

Debugging

Headword:
θρηνολογέω
Headword (normalized):
θρηνολογέω
Headword (normalized/stripped):
θρηνολογεω
IDX:
41556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41557
Key:

Data

{'content': 'bewail'}