Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
Θρῆιξ
Θρῄκη
θρήνερως
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητικός
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνώδης
θρηνῳδία
View word page
θρηνητήρ
a mourner, wailer

ShortDef

a mourner, wailer

Debugging

Headword:
θρηνητήρ
Headword (normalized):
θρηνητήρ
Headword (normalized/stripped):
θρηνητηρ
IDX:
41553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41554
Key:

Data

{'content': 'a mourner, wailer'}