Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
Θρῆιξ
Θρῄκη
θρήνερως
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητικός
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
View word page
θρήνημα
a lament, dirge
ShortDef
a lament, dirge
Debugging
Headword:
θρήνημα
Headword (normalized):
θρήνημα
Headword (normalized/stripped):
θρηνημα
IDX:
41550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41551
Key:
Data
{'content': 'a lament, dirge'}