Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
Θρῆιξ
Θρῄκη
θρήνερως
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητικός
View word page
θρέω
see θρέομαι

ShortDef

see θρέομαι

Debugging

Headword:
θρέω
Headword (normalized):
θρέω
Headword (normalized/stripped):
θρεω
IDX:
41544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41545
Key:

Data

{'content': 'see θρέομαι'}