Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
Θρῆιξ
Θρῄκη
θρήνερως
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
View word page
θρέψις
nourishing
ShortDef
nourishing
Debugging
Headword:
θρέψις
Headword (normalized):
θρέψις
Headword (normalized/stripped):
θρεψις
IDX:
41543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41544
Key:
Data
{'content': 'nourishing'}