Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
Θρῆιξ
Θρῄκη
θρήνερως
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
View word page
θρέττε
(θράσος) boldness, spirit
ShortDef
(θράσος) boldness, spirit
Debugging
Headword:
θρέττε
Headword (normalized):
θρέττε
Headword (normalized/stripped):
θρεττε
IDX:
41542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41543
Key:
Data
{'content': '(θράσος) boldness, spirit'}