Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
Θρῆιξ
Θρῄκη
θρήνερως
View word page
θρεπτός
slave bred in the house

ShortDef

slave bred in the house

Debugging

Headword:
θρεπτός
Headword (normalized):
θρεπτός
Headword (normalized/stripped):
θρεπτος
IDX:
41538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41539
Key:

Data

{'content': 'slave bred in the house'}