Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
Θρῆιξ
Θρῄκη
View word page
θρεπτικός
promoting growth
ShortDef
promoting growth
Debugging
Headword:
θρεπτικός
Headword (normalized):
θρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
θρεπτικος
IDX:
41537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41538
Key:
Data
{'content': 'promoting growth'}