Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
Θρῆιξ
View word page
θρεπτήτωρ
nourisher, feeder

ShortDef

nourisher, feeder

Debugging

Headword:
θρεπτήτωρ
Headword (normalized):
θρεπτήτωρ
Headword (normalized/stripped):
θρεπτητωρ
IDX:
41536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41537
Key:

Data

{'content': 'nourisher, feeder'}