Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
θρέω
Θρηίκιος
View word page
θρεπτήριος
able to feed
ShortDef
able to feed
Debugging
Headword:
θρεπτήριος
Headword (normalized):
θρεπτήριος
Headword (normalized/stripped):
θρεπτηριος
IDX:
41535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41536
Key:
Data
{'content': 'able to feed'}