Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θραύστης
θραυστός
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
θρέττε
θρέψις
View word page
θρεπτέος
to be fed

ShortDef

to be fed

Debugging

Headword:
θρεπτέος
Headword (normalized):
θρεπτέος
Headword (normalized/stripped):
θρεπτεος
IDX:
41533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41534
Key:

Data

{'content': 'to be fed'}