Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θραυσμός
θραυστήριος
θραύστης
θραυστός
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέπτρα2
θρεττανελό
View word page
θρέομαι
to cry aloud, shriek forth
ShortDef
to cry aloud, shriek forth
Debugging
Headword:
θρέομαι
Headword (normalized):
θρέομαι
Headword (normalized/stripped):
θρεομαι
IDX:
41531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41532
Key:
Data
{'content': 'to cry aloud, shriek forth'}