Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλυπέω
ἀλύπητος
ἀλυπία
ἄλυπον
ἄλυπος
ἄλυρος
Ἅλυς
ἄλυς
ἁλυσηδόν
ἁλυσίδετος
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
ἄλυσις
ἀλυσιτέλεια
ἀλυσιτελής
ἀλυσκάζω
ἀλύσκω
ἀλυσμός
ἀλυσμώδης
ἄλυσσον
ἄλυσσος
View word page
ἁλυσιδωτός
wrought in chain fashion

ShortDef

wrought in chain fashion

Debugging

Headword:
ἁλυσιδωτός
Headword (normalized):
ἁλυσιδωτός
Headword (normalized/stripped):
αλυσιδωτος
IDX:
4152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4153
Key:

Data

{'content': 'wrought in chain fashion'}