Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θραυπίς
θραυσάντυξ
θραῦσις
θραῦσμα
θραυσμός
θραυστήριος
θραύστης
θραυστός
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
View word page
θρέμμα
a nursling, creature

ShortDef

a nursling, creature

Debugging

Headword:
θρέμμα
Headword (normalized):
θρέμμα
Headword (normalized/stripped):
θρεμμα
IDX:
41527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41528
Key:

Data

{'content': 'a nursling, creature'}