Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θραύπαλος
θραυπίς
θραυσάντυξ
θραῦσις
θραῦσμα
θραυσμός
θραυστήριος
θραύστης
θραυστός
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
View word page
θρεκτικός
able to run

ShortDef

able to run

Debugging

Headword:
θρεκτικός
Headword (normalized):
θρεκτικός
Headword (normalized/stripped):
θρεκτικος
IDX:
41526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41527
Key:

Data

{'content': 'able to run'}