Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θραῦμα
θραύπαλος
θραυπίς
θραυσάντυξ
θραῦσις
θραῦσμα
θραυσμός
θραυστήριος
θραύστης
θραυστός
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
View word page
θραύω
to break in pieces, shatter, shiver
ShortDef
to break in pieces, shatter, shiver
Debugging
Headword:
θραύω
Headword (normalized):
θραύω
Headword (normalized/stripped):
θραυω
IDX:
41525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41526
Key:
Data
{'content': 'to break in pieces, shatter, shiver'}