Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θρᾷττα
θράττης
θραῦμα
θραύπαλος
θραυπίς
θραυσάντυξ
θραῦσις
θραῦσμα
θραυσμός
θραυστήριος
θραύστης
θραυστός
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
View word page
θραύστης
one who breaks

ShortDef

one who breaks

Debugging

Headword:
θραύστης
Headword (normalized):
θραύστης
Headword (normalized/stripped):
θραυστης
IDX:
41523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41524
Key:

Data

{'content': 'one who breaks'}